γάτος ή σκύλος

γάτος ή σκύλος
Ψάρι γνωστό με την επιστημονική ονομασία σκυλόρρινος το κυνάριο. Ανήκει στην οικογένεια των σκυλιορρινιδών. Είναι αδηφάγο σκυλόψαρο, με μέσο μήκος 80 εκ., πολύ διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του Ατλαντικού. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, με γκρίζο χρώμα, σκούρο στο επάνω μέρος με πολυάριθμα μαύρα στίγματα και ανοιχτό στο κάτω. Έχει δύο ραχιαία πτερύγια αρκετά πίσω, προς την ουρά· το ουραίο πτερύγιο είναι ετερόκερκο, δηλαδή με τον επάνω λοβό του πολύ πιο ανεπτυγμένο από τον κάτω. Πίσω από κάθε μάτι βρίσκεται μια οπή αερισμού (φυσητήρας) και λίγο πιο πίσω ακολουθούν πέντε βραγχιακές σχισμές, χωρίς βραγχιακό επικάλυμμα. Στο στόμα υπάρχουν διάφορες σειρές δοντιών με τρεις κορυφές. Ο γ. είναι ωοτόκος. Τα αβγά του βρίσκονται κλεισμένα σε μια κεράτινη θήκη σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, που έχει στις γωνίες της λεπτά νημάτια για να συγκρατείται στα φύκια ή σε άλλα αντικείμενα του βυθού. Υπάρχει ακόμα ένα όμοιο είδος, ο γατόπαρδος της θάλασσας (σκυλιόρρινος ο αστρικός), που το μήκος του υπερβαίνει το 1 μ. Σε αυτόν τα στίγματα του δέρματος είναι πιο μεγάλα και αραιά. Και τα δύο είδη τρώγονται· το κρέας τους είναι μάλλον σκληρό. Παλαιότερα, το κοκκιώδες δέρμα τους το χρησιμοποιούσαν πολύ για τη λείανση του ξύλου και άλλων υλικών. Ο γάτος είναι ένα μικρό σκυλόψαρο που ζει κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου και του Ατλαντικού (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • σκυλόψαρο — Όνομα με το οποίο αναφέρονται διάφοροι σκουάλοι, και ιδιαίτερα ο σκουάλος ο λευκός (carcharodon carcharias), της οικογένειας των Ισουριδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το σ. αυτό, που απαντιέται αλλά δεν είναι κοινό σε όλες τις θερμές θάλασσες… …   Dictionary of Greek

  • σκυλιόρρινος — ο, Ν ζωολ. γένος σελάχιων πλευροτρηματικών ιχθύων, σκυλόψαρων τής οικογένειας σκυλιορρινίδες, γνωστό και με τις κοινές ονομασίες σκύλος, σκυλάκι, γάτος ή γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scyliorhinus < σκύλιον «σκυλόψαρο» + ῥίς,… …   Dictionary of Greek

  • ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”